56

τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ.

Nestle-Aland 28th
He that eats my flesh, and drinks my blood, dwells in me, and I in him. (KJV)
# Greek MAC & POS Definition
3588 ὁ, ἡ, τό
T-ASN
the
5176 τρώγω
V-PAP-NSM
to gnaw, munch, crunch
3450 μοῦ
P-1GS
I, me, mine own, my
4561 σάρξ, σαρκός, ἡ
N-ASF
flesh
2532 καί
CONJ
and, even, also
4095 πίνω
V-PAP-NSM
to drink
129 αἷμα, ατος, τό
N-ASN
blood
1722 ἐν
PREP
in, on, at, by, with
1698 ἐμοί
P-1DS
ἐμοί emoí, em-oy´; a prolonged form of G3427; to me:—I, me, mine, my.
3306 μένω
V-PAI-3S
to stay, abide, remain
2504 κἀγώ
P-1NS-C
and, even so, me also
846 αὐτός, αὐτή, αὐτό
P-DSM
(1) self (emphatic) (2) he, she, it (used for the third person pronoun) (3) the same

version verse
Berean Greek NT 2016 Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
SBL Greek NT 2010 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
Nestle Greek NT 1904 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
Westcott & Hort 1881 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
Nestle-Aland 27th ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
Nestle-Aland 28th ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
RP Byzantine Majority Text 2005 Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα, ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
Greek Orthodox Church 1904 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
Tiechendorf 8th Edition 1872 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
Scrivener's Textus Receptus 1894 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα, ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ.
Sthephanus Textus Receptus 1550 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ
Beza Greek NT 1598 Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα, καὶ πίνων μου τὸ αἷμα, ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ.